τέλσο

τέλσο
το / τέλσον, ΝΑ
νεοελλ.
ζωολ. α) το πυγίδιο
β) το άζυγο ακραίο μεταμερές τών καρκινοειδών, τού λιμούλου, καθώς και το δωδέκατο κοιλιακό μεταμερές ορισμένων προνυμφών εντόμων και τών πρωτούρων
αρχ.
1. το ακραίο σημείο εδαφικής έκτασης στο οποίο ο γεωργός στρέφει το αλέτρι («τεμεῑ δέ τε τέλσον ἀρούρης», Ομ. Ιλ.)
2. (γενικά) τέλος, τέρμα, πέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος τής γεωργίας αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. τελ- τού τέλος* με παρέκταση -tyo- (πρβλ. άλσος). Σύμφωνα με αυτήν την άποψη και με τη σημ. που αποδόθηκε στη λ. «ακραίο σημείο όπου στρέφεται το αλέτρι», θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε για τη λ. τέλος σε ρίζα *kwel- «στρέφω, γυρίζω» (βλ. λ. τέλος). Η λ. ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. telson].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πλήκτρο — Μέρος του μηχανισμού ορισμένων μουσικών οργάνων (πιάνο, κλαβεσέν, εκκλησιαστικό όργανο κλπ.), που, με την πίεση του δαχτύλου ή του ποδιού (οπότε λέγεται ποδόπληκτρο), κινεί ένα σύνολο μηχανικών συνδυασμών, με αποτέλεσμα την εκπομπή ήχων ορισμένο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”